κρισιολογία

κρισιολογία
κρῐσιολογία, ,
A litigation, Cat.Cod.Astr.8(4).130 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρισιολογία — κρισιολογία, ἡ (Α) δικαστική διαδικασία, δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίσις + λογία (< λογῶ < λόγος < λέγω), πρβλ. γνωμο λογία, δοξο λογία] …   Dictionary of Greek

  • κρισιολογίας — κρισιολογίᾱς , κρισιολογία litigation fem acc pl κρισιολογίᾱς , κρισιολογία litigation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”